- εξονυχιστήριο(ν)
- το ножницы для обрезания когтей (у вьючных животных — перед ковкой)
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
εξονυχιστήριο — το [εξονυχίζω] όργανο τού πεταλωτή για το κόψιμο τών νυχιών τών υποζυγίων … Dictionary of Greek